- ὀβελῶν
- ὀβελόςspitmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροβελίς — ἀκροβελίς ( ίδος), η (AM) μσν. 1. «τὰ ἄκρα τῶν ὀβελῶν ἢ τοῡ ὀβελίου ἄρτου» (Μέγα Ετυμ.) 2. είδος ακοντίου (Σούδα) αρχ. η αιχμή τού βέλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ὀβελός] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek